στροφῶ

στροφῶ
στροφάω
turn hither and thither
pres imperat mp 2nd sg
στροφάω
turn hither and thither
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
στροφάω
turn hither and thither
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
στροφάω
turn hither and thither
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
στροφάω
turn hither and thither
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
στροφάω
turn hither and thither
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
στροφέω
cause the colic
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
στροφέω
cause the colic
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στροφώ — (I) έω, Α [στρόφος] έχω πόνους στην κοιλιά, υποφέρω από κωλικόπονο. (II) άω, ΜΑ στρέφω κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητ. και ιων. θαμιστ. τού στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • στρόφω — Α (αιολ. τ.) βλ. στρέφω …   Dictionary of Greek

  • στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… …   Dictionary of Greek

  • νωτοστροφώ — νωτοστροφῶ, έω (Α) στρέφω τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + στροφῶ (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, δημο στροφώ] …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • χαλινοστροφώ — έω, Μ οδηγώ το άλογο με το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + στροφῶ (< στροφος < στρόφος), πρβλ. ἠνιο στροφῶ] …   Dictionary of Greek

  • αρτοστροφώ — ἀρτοστροφῶ ( έω) (Α) γυρίζω το ψωμί για να ψηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + στροφώ < στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • βωλοστροφώ — βωλοστροφῶ ( έω) (Μ) αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + στροφώ < στρόφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”